Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο καλλωπισμός

См. также в других словарях:

  • καλλωπισμός — adorning oneself masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπισμός — ο στολισμός, διακόσμηση: Το σπίτι αυτό έχει θαυμάσιο εσωτερικό καλλωπισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπισμοῖς — καλλωπισμός adorning oneself masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμοί — καλλωπισμός adorning oneself masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμοῦ — καλλωπισμός adorning oneself masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμούς — καλλωπισμός adorning oneself masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμῶν — καλλωπισμός adorning oneself masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμῷ — καλλωπισμός adorning oneself masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμόν — καλλωπισμός adorning oneself masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»