-
1 косметика
косметика ж 1) ο καλλωπισμός, η κοσμητική 2) (средства) το κοσμητικό, τα καλλυντικά* * *ж1) ο καλλωπισμός, η κοσμητική2) ( средства) το κοσμητικο, τα καλλυντικά -
2 косметика
космет||икаж 1, ἡ κοσμητική, ὁ καλλωπισμός, ἡ καλλωπιστική·2. собир. (средства) τά καλλυντικά. -
3 туалет
туалетм1. (одежда) τό φόρεμα, ἡ τουαλε(τ)τα:модный \туалет ἡ τουαλε(τ)τα τής μόδας·2. (одевание) ὁ καλλωπισμός, ἡ τουαλέ(τ)τα, τό στόλισμα· совершать \туалет καλλωπίζομαι, στολίζομαι, συγυρίζομαι·3. (столик) ἡ τουαλέτ(τ)α:сидеть за \туалетом κάθομαι μπροστά στήν τουαλέτα·4. (уборная) ἡ τουαλέτα, τό ἀποχωρητήριο[ν]. -
4 благоустроенность
-и θ.καλλωπισμός, εύτρεπισμός, κατασκευή επιμελημένη• καλόχτιση. -
5 косметика
-и θ.1. κοσμητική,καλλωπισμός, καλυντική•кабинет -и αίθουσα καλλωπισμού καλλωπιστήριο, καλυντήριο, τουαλέτα.
2. τα καλυντικά. -
6 туалет
-а α.1. τουαλέτα (ενδυμασία κυρίως γυναικεία).2. καλλωπισμός.3. καλλωπιστήριο.4. αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. -
7 убирание
-я ουδ.συγύρισμα, ευτρεπισμός• καλλωπισμός, στόλισμα. || αφαίρεη• μάζεμα.
См. также в других словарях:
καλλωπισμός — adorning oneself masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… … Dictionary of Greek
καλλωπισμός — ο στολισμός, διακόσμηση: Το σπίτι αυτό έχει θαυμάσιο εσωτερικό καλλωπισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… … Dictionary of Greek
καλλωπισμοῖς — καλλωπισμός adorning oneself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμοί — καλλωπισμός adorning oneself masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμοῦ — καλλωπισμός adorning oneself masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμούς — καλλωπισμός adorning oneself masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμῶν — καλλωπισμός adorning oneself masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμῷ — καλλωπισμός adorning oneself masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμόν — καλλωπισμός adorning oneself masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)